Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ατόπαστος — ἀτόπαστος, ον (Α) [τοπάζω] ανείκαστος, αφάνταστος … Dictionary of Greek
ἀτόπαστον — ἀτόπαστος not to be guessed masc/fem acc sg ἀτόπαστος not to be guessed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)